ῥιψοκινδύνων

ῥιψοκινδύνων
ῥιψοκινδύ̱νων , ῥιψοκίνδυνος
fool-hardy
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Φαμπρέτι, Αριοντάντε — (Fabréti, Περούτζια 1816 – Moντέου ντα Po, Τορίνο 1894). Ιταλός πατριώτης και ιστορικός. Ήταν καρμπονάρος και το 1849 βουλευτής στη Συντακτική κυβέρνηση της Ρώμης, της οποίας έγινε γραμματέας. Εξορίστηκε στην Τοσκάνη και στο Πεδεμόντιο και από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”